-
1 mzda
1) αποδοχές2) μισθός -
2 płaca
1) αποδοχές2) μισθός -
3 заработок
-
4 зарплата
зарплата ж (заработная плата) οι αποδοχές ο μισθός (оклад)* * *ж(за́работная пла́та) οι αποδοχές; ο μισθός ( оклад) -
5 плата
плата ж η πληρωμή· входная \плата το εισιτήριο* заработная \плата οι αποδοχές, ο μισθός· \плата за проезд η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα* * *жη πληρωμήвходна́я пла́та — το εισιτήριο
за́работная пла́та — οι αποδοχές, ο μισθός
пла́та за прое́зд — η πληρωμή για τη διαδρομή, τα ναύλα
-
6 содержание
1. (то, что излагается, изображается, содержимое) τα περιεχόμενα, ο πίνακας των περιεχομένων 2. (наличие вещества в смеси, сплаве и т.п.) η περιεκτικότητα 3. (уход) η συντήρηση, η διατήρηση 4 (денежное вознаграждение за работу, службу) οι αποδοχές, о μισθός 5. (лоп, филос.) η ύπαρξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > содержание
-
7 ücret
μισθός, απολαβές, αποδοχές -
8 оклад
-
9 содержание
содержани||ес1. (содержимое чего-л., сущи́ость) τό περιεχόμενο[ν]:руда с богатым \содержаниеем железа μετάλλευμα πλούσιο σέ σίδηρο· краткое \содержание статьи ἡ περίληψη τοῦ ἄρθρου· \содержание кни́ги τό περιεχόμενον τοῦ βιβλίου· \содержание лекции τό θέμα τής διαλεξεως· форма и \содержание ἡ μορφή καί τό περιεχόμενο·2. (средства существования) ἡ συντήρηση [-ις], ἡ διατήρηση [-ις]:расходы на \содержание семьи τά ἔξοδα γιά τήν συντήρησην τής οίκογένειας·3. (заработная плата) ὁ μισθός, οἱ ἀποδοχές:денежное \содержание воен. ὁ μισθός στρατιώτη· отпуск без сохранения \содержаниея ἀδεια χωρίς ἀποδοχές·4. (оглавление) τά περιεχόμενα, ὁ πίνα-κας [-αξ] τών περιεχομένων ◊ \содержание под арестом ἡ κράτηση· быть на \содержаниеи μέ συντηρεί κάποιος. -
10 заработок
-тка α. μισθός, αποδοχές•месячный заработок μηνιαίος μισθός, μηνιαίο, μηνιάτικο•
годовой заработок ετήσιες αποδοχές, χρονιάτικο.
-
11 жалованье
-я ουδ.1. μισθός, αποδοχές•жалованье двойное жалованье διπλός μισθός•
половинное жалованье μισός μισθός, ημιμίσθιο•
получить жалованье от, состоять в -ьи у... μισθοδοτούμαι απο•
месячное жалованье ο μηνιάτικος μισθός (το μηνιάτικο).
2. παλ. αμοιβή, δώρο (για υπηρεσία κ.τ.τ.).3. παλ. βράβευση, επιβράβευση. -
12 содержание
-я ουδ.1. συντήρηση•содержание семьи συντήρηση της οικογένειας.
2. διατήρηση, κατοχή•содержание трактиры διατήρηση καπηλειού..
διαφύλαξη•надзор за -ем памятников επίβλεψη για τη διατήρηση των μνημείων.
3. μισθός, αποδοχές: годовое содержание οι ετήσιες αποδοχές•отпуск без -я άδεια χωρίς αποδοχές.
|| χορήγηση χρημάτων•ремонтное содержание χορήγηση χρημάτων για επισκευή.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) περιεχόμενο•содержание чемодана το περιεχόμενο της βαλίτσας•
без никакого -я χωρίς κανένα περιεχόμενο•
содержание книги το περιεχόμενο του βιβλίου•
содержание разговора το περιεχόμενο της συνομιλίας..
ύπαρξη•содержание сахара в свекле ύπαρξη ζάχαρης στο τεύτλο.
-
13 заработок
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заработок
-
14 заработный
заработныйприл:\заработныйая плата а) ὁ μισθός (служащих), 6)τό μεροκάματο, οἱ ἀποδοχές (рабочих)· реальная \заработныйая плата ὁ πραγματικός μισθός. -
15 оклад
1. (дверной) το πλαίσιο της θύρας/πόρτας 2. (размер регулярного денежного вознаграждения за выполняемую работу) о μισθός, οι μηνιαίες αποδοχές, το μηνιάτικο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оклад
-
16 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
17 жалованье
жалованьес ὁ μισθός, οἱ ἀποδοχές. -
18 отпускной
отпускн||ойприл Ι.:\отпускнойое свидетельство τό φύλλον ἀδείας, ἡ γραπτή ἄδεια· \отпускноййе деньги ὁ μισθός τοῦ ἀδειούχου, οἱ ἀποδοχές γιά τήν περίοδο τῆς ἄδειας· 2.:\отпускнойая цена ком. ἡ τιμή πωλήσεως. -
19 плата
плат||аж ἡ πληρωμή:арендная \плата τό ἐνοίκιον, τό πάχτος· квартирная \плата τό ἐνοίκιο[ν], τό νοίκι· заработная \плата ὁ μισθός, ἡ μισθοδοσία, οἱ ἀποδοχές· \плата за вход ἡ τιμή ἐΐσόδοο, τό είσιτήριο[ν]· \плата· за обучение τά δίδακτρα· поденная \плата· τό ήμερομίσθιο[ν], τό [ή]μεροδοῦλι, τό μεροκάματο· за \платау ἐπί πληρωμή. -
20 pay
[pei] 1. past tense, past participle - paid; verb1) (to give (money) to (someone) in exchange for goods, services etc: He paid $5 for the book.) πληρώνω2) (to return (money that is owed): It's time you paid your debts.) εξοφλώ,ξεπληρώνω3) (to suffer punishment (for): You'll pay for that remark!) πληρώνω4) (to be useful or profitable (to): Crime doesn't pay.) αποδίδω,αποφέρω κέρδος5) (to give (attention, homage, respect etc): Pay attention!; to pay one's respects.) δίνω2. noun(money given or received for work etc; wages: How much pay do you get?) μισθός,αποδοχές- payable- payee
- payment
- pay-packet
- pay-roll
- pay back
- pay off
- pay up
- put paid to
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
αποδοχή — η (AM ἀποδοχή) [αποδέχομαι] 1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή 2. η παραδοχή, η συγκατάθεση νεοελλ. στον πληθ. οι αποδοχές το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα) αρχ. 1. η επιδοκιμασία 2. η ευνοϊκή… … Dictionary of Greek
μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές … Dictionary of Greek
απολαβή — η 1. εισόδημα, κέρδος: Η απολαβή του από τους αγώνες εκείνους ήταν πίκρες και στενοχώριες. 2. στον πληθ., απολαβές αποδοχές, μισθός: Τον τελευταίο καιρό οι απολαβές του είχαν κάπως αυξηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)